Ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ομίλου Ιστιοπλοΐας Ανοιχτής Θαλάσσης, Γιάννης Μαραγκουδάκης, μίλησε στο «Κ», λίγο πριν σηκώσει πανιά για το 43ο Ράλλυ Αιγαίου της ζωής του.
Mικρολίμανο, απόγευμα Δευτέρας, τέλη Ιουνίου. Τα άλμπουρα των σκαφών φτιάχνουν ένα δάσος από αλουμίνιο, ξύλο, ανεμούρια, ξάρτια και σημαιάκια. Στη βορινή πλευρά του μικρού φυσικού λιμανιού, στην κορυφή του λόφου Κουμουνδούρου, εκεί που την εποχή της Αθήνας του Περικλή υπήρχαν οχυρωματικά τείχη και ένας ναός της Αρτέμιδας, στέκει τώρα σαν θαλασσινό παρατηρητήριο το γοητευτικό κτίριο του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος. Ενενήντα χρόνια πριν, ο Αντώνης Μπενάκης διάλεξε αυτόν τον παραθαλάσσιο βράχο ως βάση για τον ιστορικό όμιλο, όχι μόνο για τη θέα του προς τον Σαρωνικό, αλλά και γιατί κάτω από το «βλέμμα» του επιχειρούσε πυρετωδώς ένας από τους τρεις ναύσταθμους των αρχαίων Αθηναίων.
Από τα 600 μέτρα της προκυμαίας του, τα 500 τα είχαν καταλάβει οι νεώσοικοι, τα καρνάγια όπου χτίζονταν τα πολεμικά καράβια της εποχής, οι φοβερές τριήρεις. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, δεν υπάρχουν πια τα 82 αυτά μικρά ναυπηγεία και τα σκάφη που αράζουν εκεί δεν πάνε για πόλεμο. Όμως όλος ο κόλπος «μυρίζει» ακόμα ναυτοσύνη, την οποία συναντάμε προσωποποιημένη μιλώντας με τον πρόεδρο του Πανελληνίου Ομίλου Ανοιχτής Θαλάσσης (ΠΟΙΑΘ) Γιάννη Μαραγκουδάκη. Έχουμε δώσει ραντεβού πάνω στο σκάφος του, όπου θα μιλήσουμε για τη θάλασσα, την ιστιοπλοΐα αλλά και το Ράλλυ Αιγαίου, που διοργανώνει ο ΠΟΙΑΘ από το 1964 και το οποίο φέτος έχει επετειακό χαρακτήρα, εφόσον κλείνει 60 χρόνια.
Kάποτε, με ένα βαρκάκι
Γεννημένος το 1938, είναι σήμερα 85 ετών, αλλά η ζωντάνια του σε ξεγελάει: νομίζεις ότι συνομιλείς με έναν ενθουσιώδη έφηβο. Και όμως, είναι ένας έμπειρος καπετάνιος που έχει διασχίσει τον Ατλαντικό (με διάκριση στον Αγώνα Διάπλου του Ατλαντικού ARC 2000) και έχει διανύσει στους πλόες του μέχρι σήμερα πάνω από 150.000 ναυτικά μίλια. «Η επαφή μου με τη θάλασσα ξεκινά το 1955 με ένα μικρό βαρκάκι. Μία φορά τη βδομάδα πηγαίναμε στο Δέλτα του Φαλήρου, στις Τζιτζιφιές. Τότε, η τοποθεσία ήταν αδιαμόρφωτη· υπήρχε ένα λιμανάκι στο οποίο μόνο βάρκες έμπαιναν. Παίρναμε λοιπόν κι εμείς τη δική μας και βγαίναμε για βόλτες και ψάρεμα. Το 1964 απέκτησα μια μεγαλύτερη βάρκα, κωπήλατη, και τρία χρόνια μετά πήρα το πρώτο μου ιστιοπλοϊκό σκάφος, μήκους 7 μέτρων. Έκανα όμως πλόες ήδη από το 1963-64 πάνω στο τρεχαντήρι ενός φίλου που είχε πανιά, τα οποία συχνά ανοίγαμε και ιστιοδρομούσαμε στο Αιγαίο», μας διηγείται όταν τον ρωτάμε για τα ξεκινήματά του στη θάλασσα. «Το 1973 γράφτηκα στον όμιλο για να πάρω το δίπλωμα της ιστιοπλοΐας και το 1977 απέκτησα το πρώτο μου αγωνιστικό σκάφος, ένα Carter 33».
Σημειωτέον ότι τα λέει όλα αυτά ενώ στέκεται στο πιλοτήριο του τωρινού του σκάφους, ενός δεκατριάμετρου, δικάταρτου Hallberg Rassy. Ξεκίνησε λοιπόν με ένα θρυλικό ελληνικό σκαρί και συνεχίζει τώρα πάνω σε ένα θρυλικό σουηδικό, ένα από τα 255 που έβγαλε το φημισμένο σκανδιναβικό ναυπηγείο. Το έχει ονομάσει «Water Gypsy» («Τσιγγάνος του νερού»), γιατί, όπως λέει, «εμείς οι ιστιοπλόοι είμαστε περιπλανώμενοι σαν τους Τσιγγάνους». Όμως, σε λίγες μέρες ετοιμάζεται όχι για περιπλάνηση, αλλά για αγώνα με πολύ συγκεκριμένη διαδρομή, για το επερχόμενο Ράλλυ Αιγαίου που ξεκινά στις 21 του μήνα και στο οποίο θα συμμετάσχει για 43η φορά!
Ράλλυ στο αρχιπέλαγος
Το Ράλλυ Αιγαίου, ένας «θαλάσσιος Μαραθώνιος» στην ουσία, είναι το σημαντικότερο ιστιοπλοϊκό γεγονός που πραγματοποιείται σε ελληνικά νερά. Προσελκύει από το 1964 σκάφη και πληρώματα από όλο τον κόσμο και περιλαμβάνει μια σειρά τριών ή τεσσάρων ιστιοδρομιών στην ανοιχτή θάλασσα, με συνολικό μήκος από 300 ως 500 ναυτικά μίλια. Αφετηρία και κατάληξη είναι ο Φαληρικός Όρμος, ενώ γίνονται ενδιάμεσοι σταθμοί σε νησιά του Αιγαίου. Φέτος, αυτά τα νησιά θα είναι η Σύρος και η Ίος.
Ενώ στις αρχές του το Ράλλυ Αιγαίου απευθυνόταν μόνο σε πληρώματα αγώνων, σιγά σιγά άρχισε να τραβάει όλο και πιο μεγάλη ποικιλία σκαφών, διαφορετικού μήκους και ιστιοφορίας, και να αποτελεί όχι μόνο μια ναυταθλητική, αγωνιστική δραστηριότητα, αλλά και μια διοργάνωση κατά την οποία το ίδιο το τοπίο που τη φιλοξενεί γίνεται και αυτό πρωταγωνιστής. Όπως αναφέρει σχετικά ένα από τα πιο σημαντικά περιοδικά του χώρου, το αγγλικό Yachting World, που εκδίδεται από το 1894, «η ρότα τoυ Ράλλυ Αιγαίου αλλάζει κάθε χρόνο, αλλά συνήθως συναντά μερικά από τα πιο όμορφα νερά του αρχιπελάγους, κάνοντας εφικτό να προσεγγιστούν μερικές από τις λιγότερο γνωστές πλευρές του». Αυτή είναι η φυσιολατρική πλευρά της ιστιοπλοΐας την οποία ο πρόεδρος του ΠΟΙΑΘ τονίζει ξανά και ξανά: «Η επαφή με τον φρέσκο θαλασσινό αέρα, το ιώδιο και τον ανοιχτό ορίζοντα καθαρίζει και ξεκουράζει το μυαλό και την ψυχή. Και έτσι γίνεται ακόμα πιο έντονη η αγάπη για τη φύση. Είναι αδύνατον να είσαι ιστιοπλόος και να μην έχεις ανεπτυγμένο το ένστικτο για την προστασία του περιβάλλοντος!».
Αυτή η σχέση του ΠΟΙΑΘ με τη φύση φανερώνεται και κατά τη διάρκεια των αγώνων, κατά τους οποίους πάντα διοργανώνει καθαρισμούς παραλιών σε συνεργασία και με το Πολεμικό Ναυτικό και τη HELMEPA. Αυτή την ευαισθητοποίηση απέναντι στο περιβάλλον με την ιστιοπλοΐα την αποκτά κανείς από μικρός. «Από τα έξι τους χρόνια τα παιδιά μπορούν να δαμάσουν στοιχεία όπως ο αέρας και το κύμα, μαθαίνοντας και αγαπώντας τη φύση και καλλιεργώντας έτσι τις ψυχικές και πνευματικές τους δυνάμεις. Το σώμα τους ευεργετείται, βελτιώνει την άμυνά του και γεμίζουν αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, εφόσον μπαίνουν σε θέση ευθύνης, όντας καπετάνιοι του σκάφους τους. Γι’ αυτό αργότερα γίνονται υπεύθυνοι άνθρωποι και καλοί πολίτες».
Ιστιοπλοΐα και καναπές
Τελικά, όμως, πόσο διαδεδομένη είναι η ιστιοπλοΐα στην Ελλάδα; «Δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει γίνει δουλειά σε ευρεία κλίμακα για τη διάδοσή της, αλλά το γεγονός ότι έχουν αποφοιτήσει 29.000 άτομα από τον όμιλο κάτι είναι», θα πει ο κ. Μαραγκουδάκης. Γιατί όμως δεν συναντάμε σε μια ναυτική χώρα όπως η δική μας μεγαλύτερη διάδοση της ναυτικής κουλτούρας; «Ίσως επειδή ο Έλληνας θέλει να αποφεύγει τις ταλαιπωρίες. Προτιμά να κάθεται στον καναπέ. Αν πας στα “μονοπάτια” των νησιών, θα βρεις μόνο ξένους! Ο Έλληνας φροντίζει όσο μπορεί να μην ταλαιπωρείται σωματικά. Είναι φυγόπονος! Οι ξένοι, από την άλλη, λατρεύουν την ταλαιπωρία!»
Πράγματι, με τα ιδιωτικά ιστιοφόρα σκάφη στην Ελλάδα να μην ξεπερνούν τη χιλιάδα, αναρωτιέται κανείς αν αυτό συμβαίνει και λόγω της στερεοτυπικής αντίληψης που συνδέει την κτήση ενός ιστιοπλοϊκού σκάφους με οικονομική άνεση. Η αλήθεια είναι άλλη: με κόστος αντίστοιχο εκείνου ενός μέσου αυτοκινήτου μπορεί κανείς να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο σκάφος και να ξεκινήσει τους πλόες. Όσο για το δίπλωμα του σκίπερ (κυβερνήτη ιστιοφόρου), μπορεί να το αποκτήσει με λιγότερο από 500 ευρώ στον ΠΟΙΑΘ και μετά από δύο μήνες θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης συνολικής διάρκειας 100 ωρών.
Η προσέλκυση του κοινού στην κουλτούρα του χώρου είναι και ένας από τους στόχους του ομίλου όταν διοργανώνει αγώνες. Είναι, όπως μας λέει ο πρόεδρός του, «γεγονότα που όλο και κάποιους προσελκύουν στον χώρο μας, κάτι που συνέβη και με ορισμένα σπουδαία ιστιοπλοϊκά κατορθώματα του παρελθόντος, όπως τότε που ο Σάββας Γεωργίου διέπλευσε τον Ατλαντικό». Ήταν τότε που με τη «Χαρά», ένα σκάφος οκτώμισι μέτρων, και τη γυναίκα του Σούζαν διέσχισε τον Ατλαντικό χωρίς τη χρήση μηχανής, όντας ο πρώτος που το έκανε από δυσμάς προς ανατολάς με τόσο μικρό σκάφος, ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη και μπαίνοντας θριαμβευτικά στο Πασαλιμάνι τον Σεπτέμβρη του 1956. Στη διάδοση της ιστιοπλοΐας ελπίζει ο ΠΟΙΑΘ να συμβάλει και ένας άλλος διεθνής αγώνας που διοργανώνει αυτές τις μέρες (7-15 Ιουλίου), το Aegean 600, όπου συμμετέχουν ελίτ σκάφη και πληρώματα από όλο τον πλανήτη που καλούνται να διανύσουν χωρίς στάση μια απόσταση 600 ναυτικών μιλίων, κάνοντας τον περίπλου σχεδόν των δύο τρίτων του Αιγαίου, ξεκινώντας και καταλήγοντας στο Σούνιο. Όπως διαβάζουμε στο διμηνιαίο περιοδικό Ιστιοπλοϊκός Κόσμος (το εκδίδει ο ΠΟΙΑΘ από το 1987), «είναι από τους πιο απαιτητικούς αγώνες ανοικτής θαλάσσης στους οποίους παίρνουν µέρος κάποια από τα καλύτερα αγωνιστικά σκάφη του κόσµου». Όπως αναφέρεται και στην ιστοσελίδα της διοργάνωσης, είναι ένας αγώνας «σχεδιασμένος από ιστιοπλόους για ιστιοπλόους». Αξίζει επίσης να σημειώσουμε πως το Aegean 600 έχει πάρει δύο φορές το βραβείο του «καθαρού αγωνα» (Clean Regata) από τη Διεθνή Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία.
Οκτώ, εννέα, δέκα μποφόρ
Ενώ η κουβέντα μας τελειώνει, ο Γιάννης Μαραγκουδάκης θυμάται ιστορίες από το παρελθόν και τις θαλάσσιες διαδρομές του. Μία από αυτές αφορά το πρώτο του σκάφος, ένα Carter 33, που συμπυκνώνει και την ιστορία της ιστιοπλοϊκής ναυπηγικής στη χώρα. «Στην Ελλάδα, στον χώρο αυτόν έγινε ένα ανοσιούργημα», θα πει. «Το 1970, ο αείμνηστος Ιωάννης Βάτης, για οκτώ χρόνια πρόεδρος του ΠΟΙΑΘ, ίδρυσε ένα ναυπηγείο, την Olympic Marine, και άρχισε να βγάζει εκεί πλαστικά σκάφη. Έβγαλε μια χιλιάδα, από τα οποία τα 950 έγιναν εξαγωγή στην Ευρώπη και την Αμερική. Ήταν τα εξαιρετικά και αξιόμαχα Carter, που βγήκαν σε τρεις τύπους, μήκους 33, 39 και 47 ποδιών. Τελικά, μετά από οκτώ χρόνια λειτουργίας, το ναυπηγείο έκλεισε. Χάθηκε έτσι μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα, γιατί, αν συνέχιζε, θα είχε γίνει σίγουρα μια μεγάλη διεθνής ναυπηγική δύναμη. Ευτυχώς, ο Γιώργος Προκοπίου αγόρασε πριν από τρία χρόνια την Olympic Marine και συνεχίζει το έργο της επάξια».
Ανάμεσα στις ιστορίες που θυμάται είναι και το περιπετειώδες Ράλλυ Αιγαίου του 1985: «Ξεκινήσαμε από τη Λήμνο με προορισμό τη Μυτιλήνη, με επόμενους σταθμούς τη Χίο και τη Σάμο. Από εκεί θα φεύγαμε για να επιστρέψουμε στη Βουλιαγμένη. Η πρώτη ιστιοδρομία μας, από Λήμνο προς Λέσβο, ήταν ομαλή, αλλά στη δεύτερη, πλέοντας από Λέσβο προς Χίο και περνώντας μπροστά από τον κόλπο της Σμύρνης, εμφανίστηκε μπροστά μας όλος ο τουρκικός στόλος. Φυσικά, ο αγώνας σταμάτησε. Το επόμενο πρωί, στο Πυθαγόρειο της Σάμου ο άνεμος ήταν έντασης οκτώ μποφόρ. Αυτό βέβαια δεν μας σταμάτησε από το να φύγουμε και όταν μπήκαμε στο Ικάριο, ο άνεμος δυνάμωσε και έφτασε στα εννέα μποφόρ. Τα κύματα ήταν πελώρια. Πολλά σκάφη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν – συγκεκριμένα τα 25 από τα 41. Ποδίσανε [σ.σ. διέκοψαν την πορεία τους και κατέφυγαν σε ασφαλή όρμο] στη Νάξο και την Πάρο. Μόνο 16 τερματίσαμε. Και μετά τη Σέριφο, κοντά στο νησάκι του Σαν Τζώρτζη, συναντήσαμε ανέμους δέκα μποφόρ. Τα κύματα έφταναν τα οκτώ μέτρα. Στην τελετή απονομής, που έγινε δύο μέρες αργότερα στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου, με πλησίασαν κάποιοι Γερμανοί αξιωματικοί των υποβρυχίων. Είχαν νοικιάσει ένα σκάφος και είχαν τρέξει κι αυτοί στον αγώνα, μάλιστα ήταν από αυτούς που τερμάτισαν. Ήρθαν λοιπόν και μου είπαν: “Πιστεύαμε πως ο Ατλαντικός είναι η πιο δύσκολη θάλασσα, αλλά τώρα ξέρουμε ότι είναι το Αιγαίο”. Δίκιο είχαν, γιατί, ενώ τα κύματα του Ατλαντικού έχουν μήκος και τα ταξιδεύεις, αυτά του Αιγαίου είναι κοντά και ψηλά, κάτι που δυσχεραίνει την πλεύση».
Οι ιστορίες από τη θάλασσα είναι ατέλειωτες, όσες και οι ώρες που έχει ξοδέψει αυτός ο έμπειρος ναυτικός στο νερό. Και, όπως φαίνεται, θα ξοδέψει πολλές ακόμα. Φεύγοντας από τον μόλο, τον ρωτάμε ποια φράση, ποια λόγια από τα τόσα που έχουν γραφτεί για τη θάλασσα έχει πάντοτε στον νου του. Λες και έχει απόλυτη συναίσθηση του ιστορικού τόπου στον οποίο ελλιμενίζει το «Water Gypsy», μνημονεύει τον Θουκυδίδη, λέγοντας το «μέγα το της θαλάσσης κράτος». Είναι όμως και μια άλλη φράση που θυμάται, από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, την οποία έχει μάλιστα χαράξει πάνω στα μετάλλια που θα παραλάβουν σε λίγες μέρες οι συμμετέχοντες στο Aegean 600. Είναι η φράση της Κλυταιμνήστρας, η οποία αναφωνεί: «Έστιν θάλασσα – τις δε νιν κατασβέσει;». Δύο ρητά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που στο μυαλό του Γιάννη Μαραγκουδάκη σημαίνουν όχι μόνο την παντοδυναμία και την ατέρμονη ροή της θάλασσας, αλλά και το ότι αρμενίζοντας πάνω της παίρνουμε κι εμείς λίγη από την αιωνιότητά της. Όπως μας λέει στο τέλος της κουβέντας, «η θάλασσα μας δίνει δύναμη και έμπνευση για ζωή».
Πηγή: Καθημερινή